ναυτοδίκης — ο αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, μέλος του ναυτοδικείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτοδίκαι — judges of the admiralty court masc nom/voc pl ναυτοδίκης masc nom/voc pl ναυτοδίκᾱͅ , ναυτοδίκης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοδίκας — ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc acc pl ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκης masc acc pl ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοδικείο — το στρατιωτικό δικαστήριο το οποίο συγκροτείται από αξιωματικούς τού πολεμικού ναυτικού και δικάζει σε πρώτο βαθμό τα παραπτώματα αξιωματικών και οπλιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτοδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
Βελισάριος — I (Θράκη 505 – Κωνσταντινούπολη 565 μ.Χ.).Στρατηγός του Βυζαντίου. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της πρώτης βυζαντινής περιόδου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μέλος της φρουράς του Ιουστινιανού και ανέβηκε στους ανώτατους… … Dictionary of Greek
Μάσον, Έντουαρντ — (Edward Masson, Λορενσκίρκ 1800 – Αθήνα 1873). Άγγλος νομομαθής. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και νομική στο πανεπιστήμιο του Αμπερντίν και το 1824 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έμαθε την ελληνική γλώσσα και τον… … Dictionary of Greek
ναυτοδικῶν — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc gen pl ναυτοδίκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοδίκαις — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc dat pl ναυτοδίκης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)